DictionaryForumContacts

   Italian Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z À É È Î Ì Í Ó Ò Ú Ù ʃ ʒ   <<  >>
Terms for subject Finances (20443 entries)
capacità di produzione παραγωγική ικανότητα
capacità esistente εγκατεστημένη χωρητικότητα
capacità finanziaria οικονομική βιωσιμότητα
capacità operativa ικανότητα λειτουργίας
capacità operativa επιχειρησιακή ικανότητα
caparra penitenziale "πριμ"
caparra penitenziale ασφάλιστρο
capitale κεφάλαια
capitale "core tier 1" κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1
capitale a rischio κεφάλαιο κινδύνου
capitale aggiuntivo di classe 1 πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1
capitale autorizzato δυνητικό κεφάλαιο
capitale autorizzato εγκεκριμένο κεφάλαιο
capitale autorizzato εγκριθέν κεφάλαιο
capitale azionario κεφαλαιακός εξοπλισμός
capitale azionario συμμετοχή στο κεφάλαιο
capitale azionario μετοχές
capitale azionario dell'emittente μετοχικό κεφάλαιο του εκδότη
capitale azione μέρος κεφαλαίου
capitale azione μετοχή κεφαλαίου