Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Italian
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
À É È Î Ì Í Ó Ò Ú Ù ʃ ʒ
<<
>>
Terms for subject
Economy
(14176 entries)
abitudine d'acquisto
αγοραστικές συνήθειες
abolire,in riguardo alle imprese in argomento,il beneficio di questa deroga
καταργεί έναντι των εν λόγω επιχειρήσεων το ευεργέτημα της εξαιρέσεως αυτής
abolizione dei dazi doganali
κατάργηση των δασμών
aborto
άμβλωση
aborto illegale
παράνομη άμβλωση
aborto terapeutico
θεραπευτική άμβλωση
abrogazione
κατάργηση
Abruzzo
Αβρουζία
abusivismo edilizio
αυθαίρετο κτίσμα
abuso di diritto
κατάχρηση δικαιώματος
abuso di fiducia
απιστία
abuso di mercato
κατάχρηση αγοράς
abuso di potere
κατάχρηση εξουσίας
Accademia europea di polizia
Ευρωπαϊκή Αστυνομική Ακαδημία
accantonamento a fronte di svalutazione permanente
πρόβλεψη για μόνιμη απομείωση αξίας
accantonamento per cliente dubbio
πρόβλεψη για επισφαλείς πελάτες
accantonamento per impegno immobiliare
προβλέψεις επί των υποχρεώσεων σε ακίνητα
accantonamento supplementare per contenziosi
πρόβλεψη ανάκτησης επί επίδικων διαφορών
accentramento dei poteri
συγκέντρωση των εξουσιών
accesso al capitale
σύσταση ιδιοκτησίας
Get short URL