DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W Z   <<  >>
Terms for subject Finances (20443 entries)
valore aggiunto lordo sull'unità di lavoro agricolo μικτή προστιθέμενη αξία ανά μονάδα γεωργικής εργασίας
valore aggiunto minimo ελάχιστη προστιθέμενη αξία
valore aggiunto netto al costo dei fattori per unità di lavoro καθαρή προστιθέμενη αξία σε τιμές συντελεστών παραγωγής ανά μονάδα εργασίας
valore aggiunto netto dell'azienda καθαρή προστιθέμενη αξία της εκμετάλλευσης
valore aggiunto netto medio per lavoratore agricolo μέσος όρος της καθαρής προστιθέμενης αξίας κατ'άτομο απασχολούμενο στη γεωργία
valore aggiunto tecnologico prodotto nella Comunità προστιθέμενη τεχνολογική αξία που παράγεται στην Κοινότητα
valore annuo ετήσια αξία
valore arbitrario αυθαίρετη αξία
valore arbitrario o fittizio αυθαίρετα προσδιοριζόμενη αξία ή πλασματική
valore attuale παρούσα αξία
valore attuale τρέχουσα αξία
valore attuale netto καθαρή τρέχουσα αξία
valore capitalizzato κεφαλαιοποιηθείσα αξία
valore commerciale τιμή αγοράς
valore contabile καθαρή θέση εταιρείας
valore contabile delle scorte λογιστική αξία των αποθεμάτων
valore contabile residuo μειωμένη αξία λόγω αποσβέσεων ή επισφαλών απαιτήσεων
valore contrattuale al netto dell'aiuto συμβατική αξία πριν από τη χορήγηση της ενίσχυσης
valore corrente αγοραία αξία
valore corrente d'una moneta τρέχουσα τιμή ενός νομίσματος