DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W Z   <<  >>
Terms for subject General (25249 entries)
qualifica επάγγελμα
qualifica θέση
qualifica ιδιότητα
qualifica πρόκριση
qualifica professionale επαγγελματικά προσόντα
qualificare προκρίνω
qualificato προκριθείς
qualificazione πρόκριση
qualificazione giuridica νομικός χαρακτηρισμός
qualità dell'aria in ambienti chiusi ποιότητα αέρα εσωτερικού χώρων
qualità di potenziale candidato all'adesione all'UE ιδιότητα δυνάμει υποψηφίου για προσχώρηση στην ΕΕ
qualora σε περίπτωση που
qualora si debbano negoziare accordi con paesi terzi αν πρόκειται να διεξαχθούν διαπραγματεύσεις συμφωνιών με τρίτες χώρες...
qualora un nuovo Stato membro si avvalga di tale facoltà αν ένα νέο Kράτος μέλος επικαλείται το δικαίωμα αυτό
qualora una controversia metta in causa tale validità στην περίπτωση που διαφορά θέτει υπό αμφισβήτηση το κύρος αυτό
qualora,entro un mese dalla comunicazione del progetto di bilancio,l'Assemblea άν,μετά την κατάθεση του σχεδίου προϋπολογισμού,η Συνέλευση...
qualsiasi οποιοσδήποτε
qualsiasi cosa οτιδήποτε
qualsiasi modificazione o sospensione autonoma dei dazi della tariffa doganale comune κάθε αυτόνομη τροποποίηση ή αναστολή των δασμών του κοινού δασμολογίου
qualunque οποιοσδήποτε