DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W Z   <<  >>
Terms for subject General (25249 entries)
occupabilità ικανότητα επαγγελματικής ένταξης
occupare καταλαμβάνω
occupare απασχολώ
occupazione κατοχή
occupazione agricola απασχόληση στη γεωργία
Occupazione continua su base annua συνεχής παραμονή κατά τη διάρκεια του έτους
Occupazione e affari sociali απασχόληση και κοινωνικές υποθέσεις
occupazione femminile απασχόληση των γυναικών
occupazione nel settore dei servizi απασχόληση στον τομέα της παροχής υπηρεσιών
occupazione nel settore industriale απασχόληση στη βιομηχανία
occupazione nell'agricoltura απασχόληση στη γεωργία
oceanologia ωκεανολογία
oddio ω θεέ μου
odiare μισώ
odierno σημερινός
odio μίσος
offendere προσβάλλω
offensiva επίθεση
offerente la cui offerta non è stata accettata απορριφθείς υποψήφιος
offerente non prescelto απορριφθείς υποψήφιος