DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I K L M N O P Q R S T U V W X Z   <<  >>
Terms for subject Environment (15574 entries)
la tensione di linea è stata aumentata progressivamente mediante un autotrasformatore Η τάση του δικτύου αύξανε προοδευτικά μέσω ενός αυτομετασχηματιστή.
la tossicità del monossido d'azoto NO e del biossido d'azoto NO2 è elevata το μονοξείδιο και το διοξείδιο του αζώτου είναι πολύ τοξικά
la vetreria utilizzata per le analisi è stata sciacquata con acido nitrico diluito τα γυάλινα σκεύη που χρησιμοποιήθηκαν για τις αναλύσεις είχαν πλυθεί με αραιό νιτρικό οξύ
Laboratorio centrale per l'inquinamento dell'aria κεντρικό εργαστήριο για τη ρύπανση της ατμόσφαιρας
laboratorio di analisi mobile κινητό εργαστήριο
laboratorio di supporto a terra εργαστήριο υποστήριξης από το έδαφος
laboratorio GIS εργαστήριο GIS
laboratorio mobile di liberazione in campo κινητό εργαστήριο για την επιτόπου έκλυση
laboratorio mobile di telerilevamento dell'inquinamento atmosferico κινητό εργαστήριο για την τηλεανίχνευση ατμοσφαιρικών ρυπαντών
laboratorio sotterraneo per il deposito dei rifiuti υπόγειο εργαστήριο για την αποθήκευση αποβλήτων
lacustre λίμνιος
lacustre λιμναίος
lana έριο
lana μαλλί/έριο
lana di roccia ορυκτοβάμβακας
lana di roccia λιθοβάμβακας
landa secca macaronesica endemica ενδημικός ξηρός ερεικώνας στις νήσους των Μακάρων
lappolato υπολείμματα μαλλιού
laser (radiazione) λέιζερ
latifoglia πλατύφυλλο δέντρο