DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W Y Z   <<  >>
Terms for subject Economy (14176 entries)
l'insieme dei territori degli Stati membri το σύνολο των εδαφών των κρατών μελών
l'instaurazione di strette relazioni economiche η δημιουργία στενών οικονομικών σχέσεων
l'instaurazione di una politica comune η θέσπιση κοινής πολιτικής
l'organizzazione comune deve escludere qualsiasi discriminazione fra consumatori η κοινή οργάνωση πρέπει να αποκλείει κάθε διάκριση μεταξύ καταναλωτών
l'unità monetaria non è nè un campione stabile,nè un campione internazionale μονάδα μέτρησης που δεν είναι ούτε σταθερή ούτε αποτελεί διεθνές μέτρο
la capacità di concorrenza delle imprese η ανταγωνιστικότης των επιχειρήσεων
la Commissione conduce tali negoziati in consultazione con η Eπιτροπή διεξάγει τις διαπραγματεύσεις σε συνεννόηση με...
la Commissione procede senza indugio a un esame della situazione dello Stato in questione η Eπιτροπή εξετάζει αμελλητί την κατάσταση αυτού του Kράτους
la Commissione propone una procedura di revisione di tali criteri η Eπιτροπή προτείνει μία διαδικασία αναθεωρήσεως των κριτηρίων αυτών
la Comunita'si trova in un periodo di crisi manifesta η Kοινότης ευρίσκεται ενώπιον περιόδου έκδηλης κρίσεως
la definizione del territorio doganale della Comunità ο ορισμός του τελωνειακού εδάφους της Kοινότητας
la diffusione delle cognizioni tecniche η διάδοση των τεχνικών γνώσεων
la dimensione impresa al centro della crescita europea η επιχείρηση στο επίκεντρο της οικονομικής ανάπτυξης στην Ευρώπη
la fine del periodo transitorio costituisce il termine ultimo per... η λήξη της μεταβατικής περιόδου αποτελεί το έσχατο χρονικό όριο για...
la lealtà nella concorrenza η ευθύτης στον ανταγωνισμό
la liberta'di stabilimento comporta l'accesso alle attivita'non salariate η ελευθερία εγκαταστάσεως περιλαμβάνει την ανάληψη μη μισθωτών δραστηριοτήτων
la non Europa η μη ολοκλήρωση της Eυρώπης
la parte europea della Comunità το ευρωπαïκό τμήμα της Kοινότητας
la partecipazione della popolazione attiva agricola al prodotto nazionale lordo η συμμετοχή του ενεργού αγροτικού πληθυσμού στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν
la produzione non è sufficiente all'approvvigionamento η παραγωγή δεν επαρκεί για τον εφοδιασμό