DictionaryForumContacts

   
B C D E F G H I J K L M N O P R S T U V X Y Æ Å   >>
Terms for subject Labor law (2889 entries)
ændring af tjenestegraden αλλαγή βαθμού
æterisk olie αιθέρια έλαια
afbrydelse for at udføre arbejde διασυνδέσεις από εξωτερικό συνεργείο
afbrydelse for at udføre arbejde χειρισμοί για εργασίες
afbrydelse i karrieren διακοπή της επαγγελµατικής σταδιοδροµίας
afdelingsleder διοικητικό στέλεχος
afgørelse om afslag på ansøgning απόφαση απόρριψης της αίτησης
afgørende erhvervsmæssigt krav ουσιαστική επαγγελματική προϋπόθεση
afhasper μασουρίστρα
afloese vagt αλλάζω βάρδια
afloese vagt αντικαθιστώ φυλακή
aflønning efter indsats αμοιβή συνδεδεμένη με την απόδοση
aflønning i naturalier αμοιβή σε είδος
aflønningsgrænse όριο μισθού
afløser αναλαμβάνων υπάλληλος
afløser υπάλληλος με βάρδιες
afløser υπάλληλος που παραλαμβάνει υπηρεσία από τον προηγούμενό του
afmoenstre εγκαταλείπω τη ναυτική υπηρεσία
afmoenstre παραιτούμαι από το πλοίο
afmønstre besætning απολύω ένα πλήρωμα