Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Danish
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Æ
Ø
Å
É È Ê Ó Ò Â Ô Ü Á À
<<
>>
Terms for subject
Environment
(18295 entries)
parlament
Κοινοβούλιο
parlamentsdebat
κοινοβουλευτική συζήτηση
parringsadfærd
συμπεριφορά ερωτοτροπίας
parringsleg
συμπεριφορά ερωτοτροπίας
parringsspil
συμπεριφορά ερωτοτροπίας
parringstid
περίοδος οργασμού
parringstid
εποχή οργασμού
partiel risikofaktor
παράγοντας μερικού φορτίου
Partiet for Alternative Livsformer - De Grønne
(flamsk)
Αλλαγή ζωής
(Φλαμανδοί Οικολόγοι)
partikel
σωματίδιο
partikelbane
τροχιά σωματιδίων
partikelfilter
συλλέκτης σωματιδίων καυσαερίων
partikelformigt forurenende stof
σωματιδιακός ρύπος
partikelformigt forurenende stof
ρύπος από σωματίδια
partikelformigt forurenende stof
ρυπογόνο σωματίδιο
partikelformigt forurenende stof
σωματιακός ρύπος
partikelformigt materiale i atmosfæren
σωματίδιο της
στην
ατμόσφαιρα
ς
partikelkoncentration
συγκέντρωση σωματιδίων
partikelkoncentration per rumfangsenhed
μέγιστη συγκέντρωση σωματιδίων
partikelmængde pr.varmeenhed
σταθμισμένος δείκτης
Get short URL