Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Danish
⇄
Greek
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
P
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Æ
Ø
Å
<<
>>
Terms for subject
Environment
(18295 entries)
laboratorieaffald
απόβλητα εργαστηρίου
laboratorieforsøg
εργαστηριακό πείραμα
laboratorieteknik
εργαστηριακή τεχνική
laboratorietest
εργαστηριακή δοκιμή
laboratorieundersøgelse
εργαστηριακή έρευνα
laboratorium
εργαστήριο
lad ikke dette kemikalie slippe ud i miljøet
ΜΗΝ αφήστε την ουσία αυτή να διαφύγει στο περιβάλλον
læ
κατάλυμα/κέντρο περίθαλψης/κλωβός/καταφύγιο/υπόστεγο
læbælte
ανεμοφράκτης
læbælte
ανεμοθραύστης
læbælte
ανεμοφράχτης
læbælte af kvas
ζώνη υπολειμμάτων υλοτομίας κατά υψομετρικές καμπύλες
læderindustri
βιομηχανία
(κλάδος)
δέρματος
læderindustri
βιομηχανία
(κλάδος δέρματος)
læge
ιατρός/διδάκτωρ
lægemiddel
φάρμακο
lægevidenskab
ιατρική
lægevidenskab
ιατρική
(επιστήμη)
læhegn
ανεμοφράκτης
læhegn
ανεμοφράχτης
Get short URL