Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Danish
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Æ
Ø
Å
É È Ê Ó Ò Â Ô Ü Á À
<<
>>
Terms for subject
Environment
(18295 entries)
aerosolkoncentration
συγκέντρωση αερολύματος
aerosolkoncentration
συγκέντρωση ατμοσφαιρικού αιωρήματος
æstetik
αισθητική
ætere
αιθέρας
ætsende
διαβρωτικός
ætsende materiale
διαβρωτικές ουσίες
ætsende stof
διαβρωτικό προϊόν
ætsende stoffer
διαβρωτική
(χαρακτική)
ουσία
ætsende stoffer
διαβρωτική
(χαρακτική ουσία)
ætsning
χημική διάβρωση
ætsning
χαρακτική με οξύ
ætsning
χάραξη
ætsning
χημική διάβρωση/χάραξη/χαρακτική με οξύ
afbalancering
afbalancering
ισο-
ζυγο
στάθμιση
afbalancering
ισοζύγιση
afbalancering
ισοσκέλιση
afbøjningsseparator
αποκονιωτής με ελάσματα εκτροπής του αέρα
afbøjningsseparator
αποκονιωτής με αδράνεια
afbrænding
καύση
(ελέγχου)
σε πυρσό
Get short URL