Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Danish
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
P
Q
R
S
T
U
V
W
Y
Z
Æ
Ø
<<
>>
Terms for subject
Economy
(14833 entries)
vegetabilsk olie
φυτικό λάδι
vegetabilsk produktion
φυτική παραγωγή
vegetabilsk protein
φυτική πρωτεΐνη
vegetabilsk smør
φυτικό βούτυρο
vegetabilske ressourcer
φυτικοί πόροι
vej i byområde
αστική οδός
vej i landområde
αγροτική οδός
vejbyggeri
έργα οδοποιίας
vejet gennemsnitlig momssats
σταθμισμένος μέσος συντελεστής του ΦΠA
vejet gennemsnitssats for moms
σταθμισμένος μέσος συντελεστής του ΦΠA
vejet indeks af bruttolønninger
σταθμισμένος δείκτης της ακαθάριστης αμοιβής
vejledning
οδηγός
vejnet
οδικό δίκτυο
vejrprofet
προγνώστης
vejtarif
τιμολόγιο οδικών μεταφορών
vejtrafik
οδική κυκλοφορία
vejtransport
οδικές μεταφορές
vejvæsen
υπηρεσία συντήρησης και καθαρισμού οδών
vekseldrift
διαδοχική καλλιέργεια
vekselkurs
τιμή ανταλλαγής
Get short URL