Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Danish
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Æ
Ø Å É È Ê Ó Ò Â Ô Ü Á À
<<
>>
Terms for subject
Mechanic engineering
(15590 entries)
pumpekapacitet
αντλούμενος υδάτινος όγκος
pumpekapacitet
ισχύς αντλήσεως
pumpekøling
εξηναγκασμένο σύστημα υδρόψυξης
pumpekøling
σύστημα υδρόψυξης εξηναγκασμένης ροής
pumpekraftværk
υδροηλεκτρικό εργοστάσιο αντλουμένου ύδατος
pumpens løftehøjde
ύψος αντλήσεως
pumpens løftehøjde
ύψος λειτουργίας αντλίας
pumperegulator
ρυθμιστής αντλίας πετρελαίου
pumpereservoir
δεξαμενή άντλησης-ταμίευσης
pumpereservoir
ταμιευτήρας άντλησης-ταμίευσης
pumpeslange
εύκαμπτος σωλήνας αντλίας
pumpesmøring
σύστημα λίπανσης με αντλία
pumpestempel
έμβολο αντλίας
pumpestempel
έμβολο αντλίας πετρελαίου
pumpning
απότομη εκροή στροβιλομηχανής
punktabsorber
σημειακóς απορροφητήρας
push-pull ensretter
ανορθωτής "push-pull"
pyrostat
πυροστάτης
r rb jning
καμπύλη μικρής ακτίνας
r rknæ
καμπύλη μικρής ακτίνας
Get short URL