Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Danish
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Æ
Ø Å É È Ê Ó Ò Â Ô Ü Á À
<<
>>
Terms for subject
Agriculture
(27770 entries)
piquettevin
οίνος από στέμφυλα
piquettevin
κρασί δευτερίας; στεμφύλων εκχύλισμα
pirimicarb
πιριμικάρμπ
pisang
μπανανιά παραδείσια
pisangbanan
κρεολή μπανάνα
piskefløde
κρέμα για σαντιγύ
piskeholder
μαστιγιοδόχος
pisker
αναδευτήρας
pisker
δένδρον-μαστίγιον
piskning
κτύπημα
piskning
ανάδευση
pistacienød
φιστίκι
pistacienød
φιστίκι Αιγίνης
pistacietræ
πιστακιά η γνησία
pistacietræ
πιστακιά η καρποφόρος
pistolgreb
σκανδάλη λόγχης χειρός
pit-sawing
πρίσις εις παραλλήλους πλάκας
pitahaya
πιταχάγια
pitchpine
ξυλεία πεύκης
pitprop
ξυλεία ορυχείων
Get short URL