Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Danish
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Æ
Ø
Å
É È Ê Ó Ò Â Ô Ü Á À
<<
>>
Terms for subject
Environment
(18295 entries)
maksimalt tilladeligt indhold
μέγιστη επιτρεπόμενη συγκέντρωση
maksimum udvendig nyttelast
μέγιστο εξωτερικό χρήσιμο φορτίο
makulator
πολτοποιητής
makuleringsanlaeg
πολτοποιητής
mål
μέτρα/
γεωλογικά
πετρώματα
mål for oprydning
στόχος εξυγίανσης
malaria
ελονοσία
målart
είδος-στόχος
måleapparat
μετρητική συσκευή/συσκευή μέτρησης
måleinstrument
συσκευή
(όργανο)
μέτρησης
måleinstrument
μετρητής
måleinstrument
συσκευή
(όργανο)
μέτρησης/μετρητής
målemetode
μέθοδος μέτρησης
målemetode baseret på absorption af sollys
μέθοδος με απορρόφηση ηλιακού φωτός
målemetode baseret på emission af lugtende stoffer
μέθοδος βασιζόμενη στην εκπομπή οσμών
målemetode baseret på klager over lugtgener
μέθοδος βασιζόμενη σε διαμαρτυρίες
målemetode baseret på pH-bestemmelse
μέθοδος μέτρησης pH
målemetode med anvendelse af roterende stempel
μέθοδος κινητού εμβόλου
målenøjagtighed
ακρίβεια αναλυτικού οργάνου
måleposition
θέση ή σημείο αναφοράς
Get short URL