Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Danish
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Æ
Ø Å É È Ê Ó Ò Â Ô Ü Á À
<<
>>
Terms for subject
Agriculture
(27770 entries)
lahn
φανταχτερές υφασμάτινες λωρίδες με πούλιες
lakridssaft
χυμός γλυκόρριζας
laks
σολομίδες
laks
σολομονίδες
lakseavl
υδατοκαλλιέργεια σολομοειδών
laksefiskvand
νερά κατάλληλα για σολωμοειδή
laksepostej
βούτυρο σολομού
laktation
γαλακτοφορία
laktationsbestandighed
εμμονή στη γαλακτοπαραγωγή
laktenin
λακτενίνες
lakterende ko
γαλακτοφόρα αγελάδα
lakterende ko
γαλακτοφόρος αγελάδα
lakterende mælkekø
αγελάδα προορισμένη για παραγωγή γάλακτος σε περίοδο θηλασμού
laktodensimeter
γαλακτοπυκνόμετρο
laktoprotein
πρωτεϊνη γάλακτος ; πρωτεϊνική ουσία γάλακτος
laktose
λακτόζη
laktosepulver
σκόνη λακτόζης
Laktosesirup
σιρόπι γαλακτοσακχάρου
lam, der opfedes til tunge slagtekroppe
αμνός που παχύνεται ώστε να γίνει βαρύς αμνός
lamel
εγκάρσιοι δοκοί
Get short URL