DictionaryForumContacts

   Danish Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X YÆ Ø Å É È Ê Ó Ò Â Ô Ü Á À   <<  >>
Terms for subject Marketing (3119 entries)
landbrugsoverskud γεωργικό κέρδος
landbrugsproduktion solgt på forhåndskontrakt γεωργικά προϊόντα που πωλήθηκαν βάσει προκαθορισμένης σύμβασης
landningspris τιμή εκφορτωθέντος εμπορεύματος
langfristede tilgodehavender μακροπρόθεσμες απαιτήσεις
langfristet gæld μακροπρόθεσμη οφειλή
langsigtede passiver ίδια κεφάλαια και μακροπρόθεσμο χρέος
låntagning αρνητικός δανεισμός
låntagning καθαρός δανεισμός
laveste værdis metode μέθοδος της τιμής κόστους ή της αγοραίας τιμής
laveste værdis princip αρχή της ελάχιστης αξίας
leasing χρηματοδοτική μίσθωση
lede eller øve mærkbar indflydelse på indførsel διευθύνει ή επηρεάζει αισθητά τις εισαγωγές
leden efter ydeligere kapital αναζήτηση συμπληρωματικών κεφαλαίων
ledende franchise-personale διευθυντικό προσωπικό συστήματος ενοποιημένης παρουσίας/franchise
legal handel med euforiserende stoffer κανονισμός νόμιμης κυκλοφορίας ναρκωτικών
leje med køberet Χρονομισθώσεις
lejede grunde og bygninger μισθωμένα γήπεδα και κτίρια
lejeflade επιφάνεια έδρασης
lejeflade επιφάνεια του ρουλμάν
lejeflade επιφάνεια του τριβέα