Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Danish
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Æ
Ø Å É È Ê Ó Ò Â Ô Ü Á À
<<
>>
Terms for subject
Metallurgy
(9973 entries)
landlig atmosfære
αγροτική ατμόσφαιρα
landluft
αγροτική ατμόσφαιρα
lange produkter
επιμήκη προϊόντα; μακρά προϊόντα
lange produkter i alt
σύνολο επιμήκων προϊόντων
langfræsemaskine
φρεζομηχανή σταθεράς τραπέζης
langgevindfræsning
φρεζάρισμα επιμήκων σπειρωμάτων
langhøvlemaskine
πλάνη
langsgående overfladerevne
διαμήκες σκίσιμο όψης πλινθώματος
langskantens rethed
ευθύτητα ακμής
langskibsspant
επιμήκης νεύρωση
langskinnespor
γραμμή με συγκολλημένες σιδηροτροχιές
langskinnespor
γραμμή χωρίς αρμούς
langskinnespor
συγκολλημένη γραμμή
langsom afkøling
αργή απόψυξη
=ψύξη
langsømarm
βραχίονας για ηλεκτροσυγκόλληση αντιστάσεως ραφής κατά μήκος
langsømsvejsemaskine
συσκευή συγκόλλησης διαμήκους ραφής
langsømsvejsning
συγκόλληση με διαμήκη ραφή
langspån
απόβλιττο μορφής ιμάντος
langsrevne
επιμήκης ρωγμή
langsskåret bredbånd
ρόλλος σε ταινίες
Get short URL