Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Danish
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Æ
Ø
Å
É È Ê Ó Ò Â Ô Ü Á À
<<
>>
Terms for subject
Environment
(18295 entries)
kapsel
πώμα φιάλης
karakteristisk art
χαρακτηριστικό είδος
karbonat
ανθρακικό
karbonat
ανθρακικό άλας
karbonat
ανθρακικό
ς
/ανθρακικό άλας
Karbonater
(med undtagelse af 02 04 02 og 19 10 03)
Ανθρακικά
(εκτός 02 04 02 και 19 10 03)
karbotermisk metode
καρβονοθερμική μέθοδος
karcinogenese
καρκινογένεση
kardiologi
καρδιολογία
karpefisk-vand
ύδατα κυπρινοτροφίας
karplante
αγγειώδες φυτό
karruselanlæg
κυκλοφερής οξειδωτική τάφρος
karst
καρστικός
karst
καρστικός
(σχηματισμός)
kaskadegennemlufter
κλιμακωτή διάταξη αερισμού
kaskadegennemlufter
κλιμακωτός αεριστήρας
Kasserede biler
Αποσυρμένα οχήματα
kasserede dæk
φθαρμένο ελαστικό
kasserede eksplosive stoffer
απόβλητα εκρηκτικών
Kasserede ekspolosive stoffer
Απόβλητα εκρηκτικών
Get short URL