DictionaryForumContacts

   Danish Greek
A B C D E F G H I J K L M NP Q R S T U V WY Z Æ Ø Å É È Ê Ó Ò Â Ô Ü Á À   <<  >>
Terms for subject Economy (14833 entries)
af hensyn til de tekniske fremskridt og for at fremskynde disse λαμβάνεται υπ'όψη και επιταχύνεται η τεχνική πρόοδος
af sund og sædvanlig handelskvalitet υγιής, ανόθευτη και εμπορεύσιμη ποιότητα
af sund og sædvanlig handelsmæssig kvalitet υγιής, ανόθευτη και εμπορεύσιμη ποιότητα
afbetalingskøb χρηματοδοτική μίσθωση
afbetalingskøb πώληση με τμηματική καταβολή του τιμήματος
afbinding af bilateral bistand αποσύνδεση των διμερών ενισχύσεων
afbryde forbindelsen διακόπτω τη σύνδεση
afbryde forbindelsen διακόπτω την επικοινωνία
afbryde forbindelsen κόβω τη σύνδεση
afbryde forbindelsen κόβω την επικοινωνία
afdækning χρηματιστηριακή κάλυψη; αντιστάθμιση κινδύνων
afdæmpning επιβράδυνση
afdæmpning af den økonomiske aktivitet οικονομική επιβράδυνση
afdeling τμήμα,
afdeling υποτμήμα
afdeling διαίρεση
afdeling ομάδα
afdeling κλάση
afdeling κατηγορία
afdeling υποκατηγορία