Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Danish
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Æ
Ø Å É È Ê Ó Ò Â Ô Ü Á À
<<
>>
Terms for subject
Chemistry
(18242 entries)
Ved vedvarende øjenirritation: Søg lægehjælp.
Εάν δεν υποχωρεί ο οφθαλμικός ερεθισμός: Συμβουλευθείτε / Επισκεφθείτε γιατρό.
Ved vejrtrækningsbesvær: Flyt personen til et sted med frisk luft og sørg for, at vedkommende hviler i en stilling, som letter vejrtrækningen.
Εάν ο παθών έχει δύσπνοια, μεταφέρετέ τον στον καθαρό αέρα και αφήστε τον να ξεκουραστεί σε στάση που διευκολύνει την αναπνοή.
vedaclidin
βεδακλιδίνη
vedhæfter ikke
αποτυχία εφαρμογής
vedhæftning
αγκύρωση
vedhæftning
δάγκωμα
vedhæftningsforbedrer
επίχρισμα πρόσφυσης
vedhæftningslag
στοιβάδα προσφύσεως
vedhæftningsmåler
δοκιμαστής πρόσφυσης
vegetabilsk klister
φυτική κόλλα
vegetabilsk lim
φυτική κόλλα
vegetabilsk proteinstof
φυτική πρωτεΐνη
vegetabilske garvestofekstrakter
δεψικό εκχύλισμα φυτικής προέλευσης
vejledende dokument
έγγραφο καθοδήγησης
Vejledning om informationskrav og kemikaliesikkerhedsvurdering
Καθοδήγηση σχετικά με τις απαιτήσεις πληροφοριών και την αξιολόγηση χημικής ασφάλειας
vejningsanalyse
σταθμομετρικός προσδιορισμός
vejningsanalyse
σταθμική ανάλυση
vejningsanalyse
σταθμομετρία
vejrbestandighed
αντοχή σε ατμοσφαιρικούς παράγοντες
vejrbestandighed
αντοχή στις καιρικές συνθήκες
Get short URL