DictionaryForumContacts

   Danish Greek
A B C D E F G H I J K L M NP Q R S T U V WY Z Æ Ø Å É È Ê Ó Ò Â Ô Ü Á À   <<  >>
Terms for subject Fish farming (pisciculture) (3646 entries)
offentligt organ til godkendelse af fiskerivarer i Peru δημόσια επιχείρηση πιστοποιήσεως των προϊόντων αλιείας του Περού
officielt register over fiskerfartøjer επίσημο νηολόγιο αλιευτικών σκαφών
øglefisk σκαρμοί
øglefiskfamilien σκαρμοί
øje κρίκος αγκιστριού
øje μάτι αγκιστριού
øjenhuler μεσοκογχικό διάστημα
øjeplettet isfisk παγόψαρο του Κάθλιν
øjeplettet tunge γλώσσα
økonomisk kompensation χρηματική αντιστάθμιση
olie af menhaden έλαιο της menhaden
olie af menhaden λάδι μπρεβόρτιας
olympisk fiskeri αλιεία ολυμπιακών επιδόσεων
omkredsende garn απλάδι περικύκλωσης
omkredsende net κυκλωτικό δίχτυ
omladning (Klondiking) πωλήσεις από πλοίο σε πλοίο; πώληση από πλοίο σε πλοίο
område afhængigt af fiskeri περιοχή που εξαρτάται από την αλιεία
område på det åbne hav ανοικτή θάλασσα
områdelukning αποκλεισμός περιοχής
områdeplan for nærfiskeri κατά ζώνες σχέδιο για την αλιεία μικρής κλίμακας