Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Danish
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Æ
Ø
Å
É È Ê Ó Ò Â Ô Ü Á À
<<
>>
Terms for subject
Environment
(18295 entries)
bæredygtig udnyttelse
Αειφόρος χρήση
bæredygtig udnyttelse
συνεχής χρήση
bæredygtig udnyttelse
βιώσιμη εκμετάλλευση
bæredygtig udvikling
βιώσιμη ανάπτυξη
bæredygtighed
βιωσιμότητα
bæredygtighedsdimension
διάσταση της αειφορίας
bæredygtighedsindikator
δείκτης αειφορίας
bæredygtighedskriteri
κριτήριο αειφορίας
bæredygtighedsprincip
αρχή της βιωσιμότητας
bæredygtigt biobrændstof
βιώσιμο βιοκαύσιμο
bæredygtigt biomassebrændstof
βιώσιμο βιοκαύσιμο
bæredygtigt BNP
καθαρό εσωτερικό προϊόν αναπροσαρμοσμένο σε συνάρτηση με το περιβάλλον
bæredygtigt indkøb
αειφόρες προμήθειες
bæreevne
φέρουσα ικανότητα
bæremateriale
υλικό σωληνώσεων
bæremedium
μεμβράνη σωληνώσεων
bærer
φορέας/ξενιστής/έκδοχο/μεταφορέας
bærme
υποπροϊόντα οινοπνευματοποιίας
bærme
υπολείμματα απόσταξης
bærme
υπολείμματα διήθησης
Get short URL