DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X YÆ Ø Å É È Ê Ó Ò Â Ô Ü Á À   <<  >>
Terms for subject Marketing (3119 entries)
handlende έμποροι
Handlingsprogram på infrastrukturområdet med henblik på gennemførelsen af det integrerede transportmarked i 1992 Πρόγραμμα δράσης στον τομέα των έργων υποδομής ενόψει της πραγματοποίησης της ολοκληρωμένης αγοράς των μεταφορών του 1992
har vedtaget at oprette et Europæisk Økonomisk Fællesskab ...απεφάσισαν την δημιουργία μιας Eυρωπα2bκής Oικονομικής Kοινότητος
havari βλάβη
have enerettighed på at sælge produkt αποκλειστική πώληση προϊόντων
have underskud έχω έλλειμμα
have underskud παρουσιάζω έλλειμμα
henføre indtægterne efter princippet om korrekt afvejning κατανομή εσόδων με βάση την αιτιώδη σχέση
henlæggelse til reserver μεταφορά από αποθεματικό
henlagt akkumuleret overskud κέρδη εις αποθεματικό
henlagt akkumuleret overskud μη διανεμημένα κέρδη
hensættelse til afskrivninger og imødegåelse af tab ved udtømmelse δαπάνες αποσβέσεων και προβλέψεων
hensættelse til imødegåelse af tab på dubiøse debitorer προβλέψεις για επισφαλείς οφειλές
hensættelse til imødegåelse af tab på finansielle aktiver πρόβλεψη υποτίμησης χρηματοοικονομικών στοιχείων
hensættelse til imødegåelse af tab på omsætningsaktiver προβλέψεις ζημίας τρεχούμενων στοιχείων
hensættelse til imødegåelse af tab på privatkonti προβλέψεις υποτίμησης τρέχοντος λογαριασμού
hensættelse til udtømmelse έκπτωση από το φορολογητέο εισόδημα που προκύπτει από την εκμετάλλευση μη ανανεώσιμου φυσικού πόρου
hensættelser προαιρετικό αποθεματικό
hensættelser προβλέψεις-προβλέψεις για έκτακτους κινδύνους και έκτακτα έξοδα
hensættelser ειδικό αποθεματικό