DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M NPR S T U V W X Y Z Æ Ø Å É È Ê Ó Ò Â Ô Ü Á À   <<  >>
Terms for subject Employment (185 entries)
forlænget orlov άδεια μακράς διαρκείας
forskudt arbejdstid διακοπτόμενη βάρδια
første maskinmester δεύτερος μηχανικός
fravær på grund af sygdom απουσία μισθωτού για λόγους υγείας
freelancemedarbejder εξωτερικός συνεργάτης
fuldtidsarbejde πλήρης απασχόληση
fuldtidsarbejdende εργαζόμενος με πλήρη απασχόληση
fuldtidsuddannelse σχολική φοίτηση πλήρους ωραρίου
gradvis pensionering σταδιακή συνταξιοδότηση
hjemmearbejde κατ' οίκον εργασία
hotdesking κατ' εναλλαγή χρήση γραφείου (hotdesking)
hovedbeskæftigelse αμειβόμενη κύρια εργασία
hushjælp οικιακοί βοηθοί
ikke lønnet beskæftigelse μη αμειβόμενη εργασία
ikke lønnet beskæftigelse μη αμοιβόμενη απασχόληση
ikkedeklareret eller ukorrekt deklareret arbejde αδήλωτη εργασία
indkomstsikkerhed ασφάλεια των μέσων διαβίωσης
indtægt αποδοχές
iværksætter επιχειρηματίας
job θέση εργασίας