DictionaryForumContacts

   
B C D E F G H I J K L M N O PR S T U V WY Z Æ Ø Å É È Ê Ó Ò Â Ô Ü Á À   <<  >>
Terms for subject Coal (1403 entries)
eksplosionskraft ειδική ισχύς εκρηκτικής ύλης
eksplosionsrisiko βαθμός κινδύνου έκρηξης
eksplosionsstoffer til kommercielt brug εκρηκτική ύλη βιομηχανικής χρήσεως
eksplosionstest i minegang δοκιμή στοάς
eksplosionstryk πίεση έκρηξης
eksplosionsvarme θερμότητα έκρηξης
eksplosiv υλικό δυνάμενο να εκραγεί
eksplosiv blanding εκρηκτικό μίγμα
eksplosivstof εκρηκτική ύλη
eksplosivstof εκρηκτικό
eksplosivstoffer med forhøjet sikkerhed ασφαλής εκρηκτική ύλη
eksplosivstoffer til fjeldsprængning εκρηκτική ύλη θρυμματισμού πετρωμάτων
eksplosivstoffer til kulminer εκρηκτική ύλη ανθρακωρυχείου
eksplosivstofmagasin αποθήκη εκρηκτικών υλών
eksplosivt materiale εκρηκτικά μέσα
ekstra rågasrør παρακαμπτήριος αγωγός
ekstraktionsmetode baseret på smeltet salt μέθοδος εξαγωγής με τήγμα
elektrisk tænding ηλεκτρική πυροδότηση
elektrisk tændperle ηλεκτρικό καψύλλιο πυρίτιδος
elektrisk tændperle ηλεκτρικός πυροδότης