DictionaryForumContacts

   
B C D E F G H I J K L M N O PR S T U V WY Z Æ Ø Å É È Ê Ó Ò Â Ô Ü Á À   <<  >>
Terms for subject Coal (1403 entries)
condenser προ-ψύκτης
cortex sprængsnor φυτίλι πεντυλίου
cyanit δισθενής
cyanit κυανίτης
cyklon med tung væske, hvori kullet adskilles ved centrifugalkraft κυκλών μέσης πυκνότητος,όπου ο διαχωρισμός πραγματοποιείται διά φυγοκεντρήσεως
dæksel for isætningsåbningen κάλυμμα στομίου πληρώσεως
dæmning προστατευτικό φράγμα
dæmpet sprængstof μέσα προώθησης
dæmpet sprængstof ωστική εκρηκτική ύλη
dagsproduktion, total produktion, nettoproduktion ημερησία παραγωγή,ολική παραγωγή,καθαρά παραγωγή
de bjergartslag som ligger oven over de kulførende lag kaldes dæklag το στρώμα το οποίον ευρίσκεται υπεράνω του ανθρακοφόρου κοιτάσματος καλείται νεκρά ζώνηπαρατάβανο
delvis detonation ατελής έκρηξη
delvis forsager μερική αφλογιστία
delvis tætning μη πλήρες διάφραγμα στεγανότητος
der bruges i glasværker άμμος για την υαλουργία
der bruges til rensning af metaller άμμος για τον καθαρισμό των μετάλλων
der er gjort forsøg med en saltmasses støvbindende virkning δοκιμές επί της ικανότητας συγκράτησης κόνεως των αλατούχων πολτών
desensibilisere αποευαισθητοποίηση
destillation διύλιση
Det Europæiske Kul- og Stålfællesskab Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ανθρακα και Χάλυβα