DictionaryForumContacts

   Russian Greek
А Б В Г Д Е Ж З И К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Э Ю Я   <<  >>
Terms for subject Forestry (3906 entries)
сменная часть ανταλλακτικό
смешанный лес μικτό δάσος
смола ρητίνη
смола ρετσίνι
смола πίσσα
смолистая древесина δαδί
смягчаться απόψυξη
снеговой плуг εκχιονιστικό
снеговые условия συνθήκες χιονόπτωσης
снегоочиститель εκχιονιστικό
снегоочистка εκχιονισμός
снегоуборка εκχιονισμός
снежный нанос ανεμομεταφερόμενο χιόνι
снежный покров χιονοκάλυψη
снежный сугроб ρείθρο σχηματισμένο από εκχιονισμό
снижение качества φθίνουσα ποιότητα
снижение качества υποβάθμιση της ποιότητας
снижение стоимости древесины μείωση της αξίας του ξύλου
снимать кору кольцами αφαίρεση περιμετρικής λωρίδας φλοιού δέντρου
со стороны πλαγίως