DictionaryForumContacts

   Czech Greek
A Á B C Č D Ď E É Ě FH I Í J K L M N Ň O Ó PR Ř S Š T Ť U Ú Ů V W X Y Ý Z Ž   <<  >>
Terms for subject Electronics (158 entries)
spotřeba v pohotovostním režimu κατάσταση αναμονής
spotřebič ηλεκτρική οικιακή συσκευή
spotřebič pro domácnost ηλεκτρική οικιακή συσκευή
stmívač διακόπτης μεταβλητού φωτισμού
stmívač εξασθενιστής
stmívač ρεοστατικός διακόπτης
stmívač ρυθμιστής έντασης φωτός
stmívací zařízení ρυθμιστής έντασης φωτός
stmívací zařízení διακόπτης μεταβλητού φωτισμού
stmívací zařízení εξασθενιστής
stmívací zařízení ρεοστατικός διακόπτης
studené odstavení διακοπή εν ψυχρώ
světelná dioda φωτοδίοδος
světelná dioda δίοδος φωτοεκπομπής (LED)
světelná dioda φωτεινή πηγή διόδου φωτοεκπομπής
světelný zdroj λαμπτήρας
světelný zdroj LED λαμπτήρας LED
světelný zdroj se žhavicím vláknem λαμπτήρας πυρακτώσεως
světelný zdroj se žhavicím vláknem φωτεινή πηγή πυρακτώσεως
transpondér αναμεταδότης