DictionaryForumContacts

   Polish Greek
A B C D E F G I K Ł M N O P R S T U W Z   <<  >>
Terms for subject Energy industry (374 entries)
ekonomicznie uzasadnione zapotrzebowanie οικονομικά δικαιολογημένη ζήτηση
elektrociepłownia θερμοηλεκτρικό εργοστάσιο δια συνδυασμένη παραγωγή ρεύματος και θερμότητος
elektrownia gazowo-parowa zintegrowana z instalacją zgazowania węgla ηλεκτροπαραγωγικός σταθμός IGCC
elektrownia geotermiczna γεωθερμική μονάδα
elektrownia geotermiczna γεωθερμοηλεκτρική μονάδα
elektrownia IGCC ηλεκτροπαραγωγικός σταθμός IGCC
elektrownia kogeneracyjna θερμοηλεκτρικό εργοστάσιο δια συνδυασμένη παραγωγή ρεύματος και θερμότητος
elektrownia na paliwa kopalne μονάδα ηλεκτροπαραγωγής από ορυκτά καύσιμα
elektrownia opalana paliwem kopalnym μονάδα ηλεκτροπαραγωγής από ορυκτά καύσιμα
elektrownia wodna υδροηλεκτρικός σταθμός
Elektrownia z cyklem kombinowanym&13 Σταθμός ηλεκτροπαραγωγής συνδυασμένου κύκλου&13
energia bilansująca εξισορροπητική ενέργεια
energia geotermalna γεωθερμική ενέργεια
energia końcowa τελική ενέργεια
energia pierwotna πρωτογενής ενέργεια
energia potrzebna, aby uniknąć przegrzania ενέργεια που απαιτείται για να αποφευχθεί η υπερθέρμανση
energia sieciowa δικτυακή ενέργεια
energia sieciowa ενέργεια μέσω δικτύου
energia słoneczna termiczna ηλιακή θερμική ενέργεια
energia wiatrowa αιολική ενέργεια