DictionaryForumContacts

   
A B C D E G H I J K L M N O P R S T U W Z   <<  >>
Terms for subject Construction (143 entries)
stała współpraca strukturalna μόνιμη διαρθρωμένη συνεργασία
Stały Komitet ds. Budownictwa Μόνιμη επιτροπή για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με τα προϊόντα δομικών κατασκευών
Stały Komitet ds. Budownictwa Μόνιμη επιτροπή τεχνικών έργων
Stały Komitet ds. Zbliżenia Przepisów Ustawowych, Wykonawczych i Administracyjnych Państw Członkowskich dotyczących Wyrobów Budowlanych Μόνιμη επιτροπή για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με τα προϊόντα δομικών κατασκευών
Stały Komitet ds. Zbliżenia Przepisów Ustawowych, Wykonawczych i Administracyjnych Państw Członkowskich dotyczących Wyrobów Budowlanych Μόνιμη επιτροπή τεχνικών έργων
Stały Komitet ds. Zbliżenia Przepisów Ustawowych, Wykonawczych i Administracyjnych Państw Członkowskich dotyczących Wyၲㄩ㤀㄀㔀㤀㔀  Μόνιμη επιτροπή τεχνικών έργων
strategia i2010 στρατηγική i2010
synergia czarnomorska συνέργεια για την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας
synergia czarnomorska συνέργεια του Ευξείνου Πόντου
szersza strefa miejska ευρύτερη αστική ζώνη
teren pod ponowną zabudowę εγκαταλελειμμένη εγκατάσταση
teren poprzemysłowy εγκαταλελειμμένη εγκατάσταση
teren zdegradowany εγκαταλελειμμένη εγκατάσταση
teren zieleni χώρος πρασίνου
typ wyrobu τύπος προϊόντος
umowa o podwykonawstwo υπεργολαβία
umowa ramowa συμφωνία πλαίσιο
ustawa ramowa νόμος πλαίσιο
wartość progowa οριακό επίπεδο
ważniejsza renowacja ανακαίνιση μεγάλης κλίμακας