DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K Ł M N O P R S T U W Z V   <<  >>
Terms for subject Law (2706 entries)
inwestycje zabezpieczone hipotecznie ενυπόθηκα δάνεια
inwestycje zabezpieczone hipotecznie ενυπόθηκες επενδύσεις
Irlandia nie uczestniczy w związku z tym w jego (jej) przyjęciu i nie jest nim (nią) związana ani go (jej) nie stosuje. συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν στις οποίες δεν συμμετέχει η Ιρλανδία, σύμφωνα με την απόφαση 2002/192/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Φεβρουαρίου 2002, σχετικά με το αίτημα της Ιρλανδίας να συμμετέχει σε ορισμένες από τις διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν [*] Ως εκ τούτου, η Ιρλανδία δεν συμμετέχει στη θέσπιση (της παρούσας πράξης) και δεν δεσμεύεται από (αυτή) ούτε υπόκειται στην εφαρμογή (της)
jawność δημοσιότητα
jawny i uczciwy proces δημόσια και δίκαιη δίκη
jednolita osobowość prawna ενιαία νομική προσωπικότητα
jednolita osobowość prawna μία και μόνη νομική προσωπικότητα
jednolity wzorzec wizy θεώρηση ενιαίου τύπου
jednolity zbiór przepisów ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων
jednomarkowość προώθηση συγκεκριμένου σήματος
jednostopniowa homologacja typu έγκριση τύπου σε ένα στάδιο
jego (jej) sprawami administruje sąd διαδικασία αναγκαστικής διαχείρισης
język roboczy γλώσσα διαδικασίας
joint venture κοινή επιχείρηση
jurysdykcja δικαιοδοσία
jurysdykcja bezpośrednia άμεση δικαιοδοσία
jurysdykcja dodatkowa επικουρική δικαιοδοσία
jurysdykcja dodatkowa συντρέχουσα διεθνής δικαιοδοσία
jurysdykcja konieczna αναγκαστική δικαιοδοσία
jurysdykcja konieczna εξ ανάγκης δωσιδικία