DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K Ł M N O P R S T U W Z Q V   <<  >>
Terms for subject Finances (3629 entries)
bankowy instrument pieniężny μέσο εξομοιούμενο με μετρητά
bankructwo banku πτώχευση τράπεζας
bankructwo banku τραπεζική χρεωκοπία
bankructwo banku χρεωκοπία τραπεζών
bardzo wysoka odprawa χρυσό αλεξίπτωτο
baza podatkowa φορολογική βάση
Bazylea II νέα συμφωνία της Βασιλείας περί κεφαλαιακής επάρκειας
Bazylea II συμφωνία της Βασιλείας ΙΙ
Bazylea III Βασιλεία ΙΙΙ
Bazylejski Komitet Nadzoru Bankowego Επιτροπή τραπεζικής εποπτείας της Βασιλείας
beneficjent δικαιούχος πληρωμής
beneficjent netto καθαρός αποδέκτης
beneficjent rzeczywisty δικαιούχος
beneficjent rzeczywisty επικαρπωτής
beneficjent rzeczywisty πραγματικός δικαιούχος
bez regresu χωρίς το δικαίωμα της αναγωγής
bezpośredni substytut kredytu άμεσο πιστωτικό υποκατάστατο
bezpośredni udział kapitałowy άμεση συμμετοχή
bezpośrednie dokapitalizowywanie banków άμεση ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών
bezpośrednie koszty netto finansowane ze środków publicznych καθαρό άμεσο δημοσιονομικό κόστος