DictionaryForumContacts

   Romanian Greek
A Ă Â B C D E F G H I Î J K L M N O PR S Ş T Ț U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject Labor law (64 entries)
legătura cu piața muncii διασύνδεση με την αγορά εργασίας
lucrător care desfășoară o activitate independentă αυτοαπασχολούμενος
lucrător sezonier εποχιακά εργαζόμενος
lucrător sezonier εποχιακός εργάτης
lucrător sezonier εποχικά απασχολούμενος
manipularea manuală a maselor χειρωνακτική διακίνηση φορτίων
mulgător εργάτης αρμέγματος
neconcordanță geografică γεωγραφική αναντιστοιχία
necorelare geografică γεωγραφική αναντιστοιχία
normă de lucru ρυθμός εργασίας
ostreicultor καλλιεργητής και συλλέκτης οστράκων
participarea lucrătorilor ρόλος των εργαζομένων
personal contractual προσωπικό με σύμβαση
plafon de sticlă γυάλινη οροφή
plasament διαμεσολάβηση για την εξεύρεση εργασίας
plată compensatorie αποζημίωση λόγω απόλυσης
precaritatea locului de muncă εργασιακή ανασφάλεια
profesie reglementată νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα
reducere de forțe de muncă μείωση προσωπικού
Reuniunea la nivel înalt privind ocuparea forței de muncă de la Praga Σύνοδος κορυφής της Πράγας για την απασχόληση