DictionaryForumContacts

   Portuguese Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W XZ Ç Á É Í Ó Ú Â Ê Ô Ã Õ À   <<  >>
Terms for subject Transport (26033 entries)
abastecer de água εφοδιάζομαι με νερό
abastecer de água παίρνω νερό
abastecimento ανεφοδιασμός από ελικόπτερο
abastecimento a céu aberto ανεφοδιασμός καυσίμου με ανοικτό κύκλωμα
abastecimento a quente ανεφοδιασμός με κινητήρα και στροφείο σε λειτουργία
abastecimento de combustível εναπομένων καύσιμο μετά την εκτόξευση
abastecimento de combustível καύσιμο πτήσης
abastecimento de paióis εφοδιασμός για αποθήκες καυσίμων πλοίων και αεροσκαφών
abastecimento por gravidade ανεφοδιασμός καυσίμου με βαρύτητα
abastecimento por gravidade πλήρωση με βαρύτητα
abater να καταστραφεί
abatimento απόκλιση λόγω ανέμου
abaulado καμπύλωση στέψεως αναχώματος
abaulado κατά πλάτος κύρτωσις οδοστρώματος
abaulado κύρτωμα στέψεως αναχώματος
abaulamento κύρτωμα στέψεως αναχώματος
abaulamento καμπύλωση στέψεως αναχώματος
abaulamento κατά πλάτος κύρτωσις οδοστρώματος
abelheiras κυψελοειδής
abelheiras κυψελωτός