Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Portuguese
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Ç Á É Í Ó Ú Â Ê Ô Ã Õ À
<<
>>
Terms for subject
General
(18472 entries)
elemento de prova
αρχείο αποδεικτικών στοιχείων
elemento de regulação
στοιχείο ρύθμισης για μικρές μεταβολές αντιδραστικότητας
elemento em feixe
συγκρότημα δέσμης ράβδων πυρηνικού καυσίμου
elemento fértil
γόνιμο στοιχείο
elemento fértil
στοιχείο αναπαραγωγής
elemento ou componente lácteo da taxa
γαλακτοκομικό στοιχείο της εισφοράς
elementos a risco
κινδυνεύοντα στοιχεία
elementos C2 log
Στοιχείο Διοικητικής Μέριμνας στο C2
elementos de comando e controlo logísticos
Στοιχείο Διοικητικής Μέριμνας στο C2
elementos de resposta rápida
στοιχεία ταχείας ανταπόκρισης
elementos orbitais
τροχιακά στοιχεία
eles abster-se-ão de praticar qualquer ato incompatível com a natureza das suas funções
απέχουν από κάθε πράξη ασυμβίβαστη προς το χαρακτήρα των καθηκόντων τους
eles abster-se-ão de tomar quaisquer medidas suscetíveis de...
απέχουν από κάθε μέτρο που δύναται να...
eletrão de Compton
ηλεκτρόνιο Compton
eletrificação rural
ηλεκτροδότηση αγροτικών περιοχών
eletrobomba de bobina molhada
ηλεκτρική αντλία με βυθιζόμενο στάτη
elétrodo canelado
ηλεκτρόδιο στο οποίο η επένδυση είναι σε διαμήκη κανάλια,στον μεταλλικό πυρήνα του ηλεκτροδίου
eletroencefalografia
ηλεκτροεγκεφαλογραφία
eletrólitos
ηλεκτρολύτες
eletroscópio de fibra ótica
δοσίμετρο χαλαζία,ηλεκτροσκόπιο Lauritsen
Get short URL