DictionaryForumContacts

   Portuguese Greek
A B C D E F G H I JL M N O P Q R S T U V W X Y Z Ç Á É Í Ó Ú Â Ê Ô Ã Õ À   <<  >>
Terms for subject Marketing (2475 entries)
obrigação de compra exclusiva υποχρεώνω σε αποκλειστικές αγορές
obrigação de pagar uma pensão υποχρέωση παροχής
obrigações e títulos de participação συμμετοχές
obrigações e títulos de participação συμμετοχές και λοιπές μακροπρόθεσμες απαιτήσεις
obrigações e títulos de participação ομολογίες
obsolescência do investimento παλαίωση της επένδυσης
oferta da franquia προσφορά συμμετοχής σε σύστημα ενοποιημένης παρουσίας/franchise
oferta de pagamento προσφορά πληρωμής
oferta direta ao público άμεση προσφορά στο κοινό
ofertas contestadas επίμαχες προσφορές
opção de comércio franquiado εναλλακτική δυνατότητα λειτουργίας μέσω ενοποιημένης διανομής
opção de financiamento χρηματοδοτική επιλογή
operação a contado πωλήσεις τοις μετρητοίς και με άμεση παράδοση
operação de alinhamento προσφορά ίδιων όρων
operação de câmbios συναλλαγματικές πράξεις
operação franquiável δραστηριότητα που προσφέρεται για ενοποιημένη παρουσία
operação individual de ajuda μεμονωμένη πίστωση βοήθειας
operação integrada de caráter único μεμονωμένη ολοκληρωμένη ενέργεια
operação nula νεκρό σημείο κύκλου εργασιών
operações cambiais a prazo συναλλαγή επί προθεσμία σε ξένα νομίσματα