Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
<<
>>
Terms for subject
Metallurgy
(12579 entries)
lap
κάλυψη
lap joint
σύνδεση με ραφή συγκολλήσεως δύο ελασμάτων σε επικάλυψη
lap seam
σύνδεση με ραφή συγκολλήσεως δύο ελασμάτων σε επικάλυψη
lap weld
συγκόλληση με επικάλυψη
lap weld
συγκόλληση με υπέρθεση
lap weld
συγκόλληση με επικάλυψη των κομματιών
lap welding
συγκόλληση με επικάλυψη των κομματιών
lap-jointed
ρελιασμένος
lap-welding
συγκόλληση με επικάλυψη
lap-welding
συγκόλληση χιαστί
lapped splicing
σύνδεση δι'επιθέσεως
lapped splicing
σύνδεση με επαλληλία
lapped T-joint
σύνδεση με επικάλυψη T
lapping
υγρή υπερλείανση
large heart trowel
μεγάλο καρδιόσχημο μυστρί
larger undissolved carbides within the grains become enriched in chromium
καρβίδια τα οποία παραμένουν στο εσωτερικό των κόκκων εμπλουτίζονται σε χρώμιο
laser cutting
κοπή με ακτίνες λέιζερ
laser piercing
κοπή με ακτίνες λέιζερ
lashing of a core
δέσιμο πυρήνα
lateral extrusion
εγκάρσια διέλαση
Get short URL