DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   >>
Terms for subject Environment (20792 entries)
7th Environment Action programme γενικό ενωσιακό πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον έως το 2020 "Ευημερία εντός των ορίων του πλανήτη μας"
7th Environment Action programme 7o πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον
7th Environment Action programme Γενικό πρόγραμμα δράσης της Ένωσης για το περιβάλλον για το 2020 "Ευημερία εντός των ορίων του πλανήτη μας"
7th Environment Action Programme to 2020 - "Living well, within the limits of our planet" 7o πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον
7th Environment Action Programme to 2020 - "Living well, within the limits of our planet" Γενικό πρόγραμμα δράσης της Ένωσης για το περιβάλλον για το 2020 "Ευημερία εντός των ορίων του πλανήτη μας"
7th Environment Action Programme to 2020 - "Living well, within the limits of our planet" γενικό ενωσιακό πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον έως το 2020 "Ευημερία εντός των ορίων του πλανήτη μας"
a diagnostic test which enables the limits of collective security to be fixed μια διαγνωστική εξέταση η οποία επιτρέπει να καθορισθούν τα όρια της συλλογικής ασφάλειας
a greater concentration of lead in the bones μεγαλύτερη συγκέντρωση μολύβδου στα οστά
a low plasma volume compensates for an excessive amount of iron in the blood ένας μικρός όγκος πλάσματος εξισσοροπεί την υπερβολική ποσότητα του σιδήρου στο αίμα
A New Solid Waste Environmental Response Μια νέα λύση για τα προβλήματα που προκαλούν στο περιβάλλον τα στερεά απόβλητα
a part of the lead remains adsorbed on the protein precipitate ένα μέρος του μολύβδου παραμένει προσροφημένο στο ίζημα της πρωτε ίνης
a proportional counter which may or may not be fitted with an anti-coincidence system αναλογικός απαριθμητής με ή χωρίς σύστημα αντισύμπτωσης
a quartz scoop is placed in a special furnace εισαγωγή μέσα σε ένα ειδικό φούρνο ενός κυαθίου από χαλαζία
a subject to whom a chelating agent, such as penicillamine,is given άτομο στο οποίο έχει δοθεί ένα χηλικό αντιδραστήριο,όπως η πενικιλαμίνη
a thermoluminescent dosimeter for measuring integrated exposure δοσίμετρο θερμοφωταύγειας για τη μέτρηση της συνολικής έκθεσης
A-weighted equivalent continuous sound pressure level Α σταθμισμένη ισοδύναμη συνεχής στάθμη ακουστικής πιέσεως
A-weighted equivalent continuous sound pressure level ισοδύναμη Α-σταθμισμένη συνεχής στάθμη ηχητικής πίεσης
Aarhus Convention Σύμβαση του Aarhus
Aarhus Convention Σύμβαση για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα
Aarhus Protocol Πρωτόκολλο στη Σύμβαση του 1979 για τη διασυνοριακή ατμοσφαιρική ρύπανση μεγάλης απόστασης που οφείλεται στους έμμονους οργανικούς ρύπους