DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject General (34530 entries)
twin room δωμάτιο με δύο μονά κρεβάτια
twin-bedded room δωμάτιο με δύο μονά κρεβάτια
twin-track approach διττή προσέγγιση
twist off στρέψη
twist-off θραύση από στρέψη
twisting or throwing, cabling and texturising (whether or not combined with other processing work) of yarns στρίψιμο ή στρίψιμο μεταξωτών νημάτων, αναστρίψιμο, ή κορδόνωση και ύφανση (έστω και σε συνδυασμό με άλλες επεξεργασίες τελειοποίησης) νημάτων
two δύο
two fingered gripper λαβίδα δύο δακτύλων
two fingered gripper διπλή πένσα
two (three, four) stage rocket πύραυλος διόροφος, τριόροφος, πολυόροφος
two storey διώροφος
two-coloured design δίχρωμο σχέδιο
two-headed approach πρακτική της διπλής εκπροσώπησης
Two-level store Μνήμη δύο επιπέδων
two-phase network διφασικό δίκτυο
two-pillar nature of the EEA Agreement διττή φύση της συμφωνίας ΕΟΧ
two-stage rocket διόροφος πύραυλος
two-stage rocket πύραυλος με δύο ορόφους
two-stage rocket πύραυλος με 2 ορόφους
two-state solution δικρατική λύση