DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject General (34530 entries)
reinforce ενισχύω
reinforced concrete aid raid shelter αντιαεροπορικό καταφύγιο κατασκευασμένο από οπλισμένο σκυρόδεμα
reinforced concrete pressure containment προστατευτικό περίβλημα έναντι πιέσεως εξ οπλισμένου σκυροδέματος
reinforced door with time-delayed opening mechanism θωρακισμένη πόρτα που ανοίγει με μηχανισμό χρονικής καθυστέρησης
reinforced majority ενισχυμένη πλειοψηφία
reinforced spine ενισχυμένη ράχη (προκειμένου για διαβατήρια)
Reinstatement Committee επιτροπή επανένταξης
reinsurance amount ποσό αντασφάλισης
reinsurance balance υπόλοιπο της αντασφάλισης
reinsurance premiums due from ceding and retroceding insurance undertakings ασφάλιστρα αντασφάλισης από εκχωρούσες επιχειρήσεις και επανεκχωρούσες ασφαλιστικές επιχειρήσεις
reinsurance to close σύμβαση αντασφάλισης για λόγους κλεισίματος ("reinsurance to close")
reintegration of the long-term unemployed επανένταξηστην αγορά εργασίαςτων επί μακρόν ανέργων
reintroduce the levying of duties αποκατάσταση της εφαρμογής των τελωνειακών δασμών 2. επαναφορά της επιβολής τελωνειακών δασμών
Reitox network Ευρωπαϊκό δίκτυο πληροφόρησης για τα ναρκωτικά και την τοξικομανία
reject απρρίπτω
rejected bidder απορριφθείς υποψήφιος
rejection αποβολή
rejectionist ο έχων ως αρχή την άρνηση
relate σχετίζω
relate to the production of or trade in arms, munitions and war materials που αφορούν την παραγωγή ή το εμπόριο όπλων, πολεμοφοδίων και πολεμικού υλικού