Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
<<
>>
Terms for subject
General
(34530 entries)
long firearm
μακρύκανο πυροβόλο όπλο
long grain rice
μακρόσπερμο ρύζι
long plasma pulse
παλμός πλάσματος μακράς διάρκειας
Long Range Theatre Nuclear Forces
πυρηνικά όπλα θεάτρου μεγάλου βεληνεκούς
long splice
μακρά αμμάτιση
Long Term Defence Programme
μακροπρόθεσμο αμυντικό πρόγραμμα
long term illness scheme
σύστημα μακροχρόνιων ασθενειών
long ton
μεγάλος τόννος
long weapon
μακρύκαννο όπλο
long-acting thyroid stimulator
μακράς ενεργείας θυρεοειδοτρόπος ουσία
long-range ballistic missile
βαλλιστικό βλήμα με μεγάλη ακτίνα ενέργειας
long-range ballistic missile
βαλλιστικό βλήμα μεγάλου βεληνεκούς
long-range ballistic missile
βαλλιστικός πύραυλος μεγάλου βεληνεκούς
long-range ballistic missile
βαλιστικό βλήμα με μεγάλη ακτίνα ενέργειας
long-range ballistic missile
βαλιστικός πύραυλος μεγάλου βεληνεκούς
long-range gun
μακρύκανο βαρύ πυροβόλο
long-range gun mounted on railway wagons
βαρύ τηλεβόλο μεγάλου βεληνεκούς μετακινούμενο σε σιδηροδρομικές γραμμές
long-term hazard
μακροχρόνιος κίνδυνος
long-term job
μόνιμη θέση εργασίας
long-term population trend
μακροπρόθεσμη δημογραφική τάση
Get short URL