DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject General (34530 entries)
local exhaust τοπικός απαγωγός
local government control έλεγχος τοπικής αυτοδιοίκησης
local missile effects τοπικές συνέπειες από εκσφενδονιζόμενο αντικείμενο
local movement τοπική κυκλοφορία
Local Office Support προσωπικό υποστήριξης του τοπικού γραφείου
local organization Τοπική οργάνωση
local organizing committee τοπική οργανωτική επιτροπή
local practice τοπικές συνήθειες
local Prefecture οικείος Nομός
local Schengen cooperation τοπική συνεργασία Σένγκεν
local section τοπική επιτροπή
local section τοπικό τμήμα
local services τοπικές υπηρεσίες
Local Staff τοπικοί υπάλληλοι
local support units τοπικές μονάδες υποστήριξης
local units ΄Οργανα βάσης
local-heating τοπική θέρμανση
locality τοποθεσία
locally τοπικά
locally-generated development ενδογενής ανάπτυξη