DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject General (34530 entries)
have a legal responsibility to maintain (someone) έχω νόμιμη υποχρέωση διατροφής
have a legal responsibility to maintain (someone) έχω νόμιμες υποχρεώσεις διατροφής
have a soft sport for συμπαθώ
have as its task έχει ως αποστολή
have financial autonomy έχει οικονομική αυτονομία
have jurisdiction as tribunal both of first and of final instance δικάζω σε πρώτο και τελευταίο βαθμό
have jurisdiction in any dispute είμαι αρμόδιος να αποφαίνομαι για κάθε διαφορά
have jurisdiction in any dispute, to είμαι αρμόδιος να αποφαίνομαι για κάθε διαφορά
have priority for reinstatement έχω δικαίωμα επανένταξης κατά προτεραιότητα
have priority for reinstatement, to έχω δικαίωμα προτεραιότητας για επαναφορά
have special relations διατηρούν ιδιαίτερες σχέσεις
have unlimited jurisdiction in disputes, to έχω πλήρη δικαιοδοσία για να αποφαίνομαι επί των διαφορών
having a burnt smell οσμή καμένου
having exchanged their Full Powers μετά την ανταλλαγή των πληρεξουσίων εγγράφων τους
Hazaras Χαζάροι
hazard diamond ρόμβος επισήμανσης κινδύνων
hazardous activity επικίνδυνη δραστηριότητα
hazardous chemical επικίνδυνη χημική ουσία
hazardous industrial waste επικίνδυνα βιομηχανικά απόβλητα
hazardous material label επισήμανση επικίνδυνου υλικού