DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject General (34530 entries)
Co-Chairman of the International Conference on the former Yugoslavia συμπρόεδρος της διάσκεψης για την πρώην Γιουγκοσλαβία
co-citation analysis ανάλυση της συν-μνημόνευσης
co-decision-making stage φάση της συναπόφασης
co-determination συναπόφαση ; συμμετοχή των εργαζομένων
co-exhibitor συνεκθέτης
co-locate συνεγκαθιστώ
co-locate τοποθετώ δίπλα σε [κάτι, κάποιον]
co-operating criminals συvεργαζόμεvoι εγκληματίες
Co-operation Agreement on a Civil Global Navigation Satellite System (GNSS) between the European Community and its Member States, and the State of Israel Συμφωνία συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, και του κράτους του Ισραήλ για την ανάπτυξη ενός Παγκόσμιου Δορυφορικού Συστήματος Πλοήγησης (GNSS) για μη στρατιωτικούς σκοπούς
Co-operation Agreement on a Civil GNSS between the European Community and its Member States, and the State of Israel Συμφωνία συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, και του κράτους του Ισραήλ για την ανάπτυξη ενός Παγκόσμιου Δορυφορικού Συστήματος Πλοήγησης (GNSS) για μη στρατιωτικούς σκοπούς
co-operatives producing goods and non-financial market services συνεταιρισμοί που ασχολούνται με την παραγωγή αγαθών και μη χρηματοδοτικών εμπορεύσιμων υπηρεσιών
co-ordinate ταιριάζω
co-ordinate εναρμονίζω
co-ordinate συνδυάζω
co-ordinate συντονίζω
co-ordinate complex sentence παρατακτική σύνθετη πρόταση
co-ordinating committee συντονιστική επιτροπή
Co-ordinating Committee of Chemical and General Workers' Unions in the European Community Συντονιστική Επιτροπή των Συνδικάτων Χημικών και Αλλων Βιομηχανιών στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα
Co-ordinating Core Planning Team συντονιστική κεντρική ομάδα σχεδίασης
co-ordination committee συντονιστική επιτροπή