DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject General (34530 entries)
attack aircraft αεροσκάφος επίθεσης εδάφους
attack helicopter ελικόπτερο μάχης
attack line εγκατάσταση προσβολής
attack submarine υποβρύχιο επίθεσης
attack to person or property απόπειρα εναντίον του προσώπου ή της περιουσίας
attacking a fire προσβολή του πυρός
attacks many metals forming combustible gas προσβάλλει πολλά μέταλλα σχηματίζοντας καύσιμο αέριο
attacks many metals in presence of water με παρουσία νερού προσβάλλει πολλά μέταλλα
attain καταφέρνω
attain, within the framework of the common market, one of the objectives για την πραγματοποίηση ενός από τους στόχους στο πλαίσιο της λειτουργίας της κοινής αγοράς
attainability of high reliability and availability factor δυνατότης επιτεύξεως υψηλού συντελεστού αξιοπιστίας και διαθεσιμότητας
attainment area περιοχή επιτηρούμενης καθαριότητος
attempt επιχειρώ
attempt απόπειρα
attempt προσπαθώ
attempt a conciliation between the parties κάνω απόπειρα συμφιλίωσης των διαδίκων μερών
attempted sabotage απόπειρα δολιοφθοράς
attend παρακολουθώ
attend with special guest status συμμετέχω ως ειδικός προσκεκλημένος
attendance παρακολούθηση