DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject Metallurgy (12978 entries)
work προς κατεργασία κομμάτι
work by cutting κατεργάζομαι διά κοπής
work by stock removal εργάζομαι δι'αφαίρεσης του υλικού
work capacity of a forming machine μέγιστο έργο παραμόρφωσης εργαλειομηχανής
work clearance stroke αρχική διαδρομή
work hardening βελτίωση εν ψυχρώ
work material πρώτη ύλη
work piece προς κατεργασία κομμάτι
work roll κύλινδρος εργασίας
work rope σχοινί συγκρατήσεως
work rope συρματόσχοινο ασφαλείας
work rope συρματόσχοινο εργασίας
work rope σχοινί ασφαλείας
work spindle speed αριθμός στροφών του τεμαχίου
work support υποστήριγμα κοπής
work table τραπέζι κοπής
work-piece προς κατεργασία κομμάτι
workable moisture υγρασία κατεργασίας
working bottom επικάλυψη φθειρομένης επιφανείας
working by cutting κατεργασία διά κοπής