DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject Social science (4326 entries)
worker population ενεργός πληθυσμός
worker retired on a bridging pension εργαζόμενος που λαμβάνει πρόωρη συνταξιοδότηση
worker with reduced mobility εργαζόμενος με μειωμένη κινητικότητα
worker's protection εργατική προστασία
worker's protection προστασία των εργατών
workers in poverty φτωχός εργαζόμενος
workers in poverty εργαζόμενος φτωχός
Workers' Housing Organization Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας
Workers' Welfare Foundation Εργατική Εστία
workers'association εργατικό σωματείο
workers'association εργατικός σύλλογος
workers'situation η θέση των εργαζομένων
working class εργατιά
working class-household εργατική οικογένεια
working classes εργατική τάξη
working classes εργατιά
Working Committee on Social and Cultural Questions κοινωνική και πολιτιστική επιτροπή εργασίας
working conditions όροι εργασίας' συνθήκες εργασίας
working environment χώρος εργασίας; περιβάλλον εργασίας' εργασιακός χώρος
Working Group on the situation of refugees and displaced persons in the ACP countries in the context of humanitarian aid policy ομάδα εργασίας για την κατάσταση των προσφύγων και των εκτοπισμένων ατόμων στα κράτη ΑΚΕ στο πλαίσιο της πολιτικής ανθρωπιστικής βοήθειας