DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject General (36483 entries)
wider rule of law κράτος δικαίου υπό την ευρύτερη έννοια
widespread εκτεταμένη
widespread εκτεταμένο
widespread εκτεταμένος
widespread εκτενής
widow of a former official χήρα τέως υπαλλήλου
Wien effect φαινόμενο Βήν (Wien)
wife γυναίκα
wife σύζυγος
wig περούκα
wild μη σταθεροποιημένος
wild άγρια
wild άγριο
wild άγριος
Wild arten άγρια είδη του φυτού Cuphea (?)
will θέληση
will θα
will turn shock-sensitive if contaminated with... θα γίνει ευαίσθητη στα κτυπήματα,αν μολυνθεί με...
willing πρόθυμη
willing πρόθυμο