Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
Y
Z
<<
>>
Terms for subject
Construction
(5994 entries)
wedging
ζύμωμα
wedging device
συσκευή στερέωσης
wedging device
συσκευή σφήνωσης
weekend residence
εξοχική κατοικία
weekend residence
εξοχικό
weep holes
αποστραγγιστήριοι οπαί
weep holes
μπαρμπακάνες
weephole
αποχετευτικό σημείο
weephole
οπή αποστράγγισης
weephole
στραγγιστήρι τοίχου
weephole
υδρορρόη
weighting of a slope
επίχωμα αντιστήριξης πρανούς
weir
αναβαθμός εκτροπής
weir
εκχειλιστής
weir
φράγμα εκτροπής
weir
ρυθμιστικό φράγμα
weir
υπερχειλιστής
well curbing
ενδοστύλωσις φρέατος
well drain
στραγγιστικό φρέαρ
well foundations
θεμελιώσεις φρεάτων
Get short URL